ἡγουμένης

ἡγουμένης
ἡγέομαι
go before
pres part mid fem gen sg (attic epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ηγουμενεία — και ηγουμενία, η (AM ἡγουμενεία και ἡγουμενία) [ηγούμενος] το αξίωμα τού ηγουμένου ή τής ηγουμένης νεοελλ. ο χρόνος κατά τον οποίο είναι κάποιος ηγούμενος, η θητεία τού ηγουμένου ή τής ηγουμένης …   Dictionary of Greek

  • ηγουμενία — η 1. το αξίωμα του ηγούμενου ή της ηγουμένης. 2. η θητεία του ηγούμενου ή της ηγουμένης: Το μοναστήρι ανακαινίστηκε επί ηγουμενίας Ιωάσαφ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • възхотѣниѥ — ВЪЗХОТѢНИ|Ѥ (5*), ˫А с. 1.Желание, охота: тъгда бо бываеть сладость, егда ‹съ› въсхотѣньѥмъ и съ алканиѥмъ приѥмлемъ брашно. аще бо зѹбы ѣмы, а въсхотѣни˫а нѣ(с), то ти сладость ‹то› ѿиде не ˫авлѩющи(с) (ἐπιθυμίας ἡγουμένης) Пч к. XIV, 80; но… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • αμμά — ἀμμὰ και ἀμμάς, η (AM) μητέρα μσν. 1. προσφώνηση ηγουμένης 2. προσφώνηση κάθε μοναχής 3. γυναίκα όχι μοναχή αρχ. 1. παραμάννα, τροφός 2. ἀμμάς επίθ. τής Ρέας και τής Δήμητρας. [ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη χαρακτηριστική τής νηπιακής γλώσσας (πρβλ. λατ. amma). Ο …   Dictionary of Greek

  • ηγουμενείο — το (Μ ἡγουμενεῑον) [ηγούμενος] το κελί, η κατοικία, ή το γραφείο τού ηγουμένου ή τής ηγουμένης στο μοναστήρι …   Dictionary of Greek

  • ηγουμενεύω — [ηγούμενος] είμαι ηγούμενος ή ηγουμένη ή εκτελώ χρέη ηγουμένου ή ηγουμένης σε μοναστήρι …   Dictionary of Greek

  • άβατο — Το εσωτερικό και πιο απομονωμένο τμήμα του αρχαίου ναού. Ά. ονόμαζαν επίσης οι αρχαίοι Έλληνες κάθε ιερό χώρο (ιερό άλσος κλπ.). Το ά. λεγόταν στην περίπτωση ναού και άδυτο. Μοναστηριακό εξάλλου ά. λέγεται ο θεσμός των μοναστηριών που απαγορεύει… …   Dictionary of Greek

  • Κορέτζιο — (Correggio, Κορέτζιο 1489; – 1534). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του Ιταλού ζωγράφου Αντόνιο Αλέγκρι (Antonio Allegri), το οποίο υιοθέτησε από τον τόπο γέννησής του. Ελάχιστα στοιχεία είναι γνωστά για την αρχή της σταδιοδρομίας του. Αναφέρεται ότι… …   Dictionary of Greek

  • Στανόιου, Νταμιάν — (Stanoiu). Ρουμάνος πεζογράφος (Ντομπροστίνετ 1893 1956). Γιος χειρωνακτών αγροτών κατόρθωσε να βγάλει μόνο το δημοτικό σχολείο και στη συνέχεια, για μια εικοσαετία χρίστηκε καλόγερος σε μοναστήρι. Αφού αποχώρησε από το μοναστήρι αφιερώθηκε στη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”